ὠμίς

ὠμίς
ἀμίς , ἀμίς
chamber-pot
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωμίς — ή ὦμις, ἡ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού …   Dictionary of Greek

  • κατωμίς — κατωμίς, ίδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κατωμίδες (κατά τον Ησύχ.) «δέρματα ἅπερ οἱ νομεῑς κατὰ τῶν ὤμων φοροῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωμίς (< ὦμος) πρβλ. εξ ωμίς, επ ωμίς] …   Dictionary of Greek

  • παρωμίς — ίδος, ἡ, Α αορτήρας, λουρίδα περασμένη στον ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. επ ωμίς] …   Dictionary of Greek

  • συνωμίς — ίδος, ἡ, Α ωμοπλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. παρ ωμίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”